Λίμπεκ

Λίμπεκ
(Lübeck). Πόλη (213.326 κάτ. το 1999) της Γερμανίας, στο ομόσπονδο κρατίδιο Σλέσβιχ-Χολστάιν. Είναι χτισμένη στον ποταμόκολπο του Τράβε, περίπου 20 χλμ. από τις εκβολές του ποταμού στη Βαλτική θάλασσα και στο βόρειο άκρο της διώρυγας Έλβα-Τράβε. Πρόκειται για λιμενικό κέντρο (τα πλοία μεγάλης χωρητικότητας σταματούν στον προλιμένα της Τραβεμίντε, στις εκβολές του Τράβε), ενώ διαθέτει επίσης αξιόλογη βιομηχανία, όπως ναυπηγεία, εργοστάσια μεταλλουργίας και χαλυβουργίας, υφαντουργίας και ειδών διατροφής. Παρά τις βαρύτατες ζημιές που υπέστη κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, το Λ. διατήρησε διάφορα μνημεία, όπως ο καθεδρικός ναός (12ος-14ος αι.), το δημαρχείο (13ος-15ος αι.), η Χόλστεντορ (οχυρωμένη πύλη των αρχαίων τειχών της πόλης) και οι ναοί Μαριενκίρχε και Γιακομπικίρχε. Ιστορία. Η πόλη ιδρύθηκε τον 12o αι. και γνώρισε γρήγορα μεγάλη εμπορική ανάπτυξη. Το 1226 ήταν ελεύθερη αυτοκρατορική πόλη και, μαζί με τη Βρέμη και το Αμβούργο, προώθησε την ίδρυση της Χανσεατικής Ένωσης, της οποίας αποτέλεσε ένα από τα πιο ενεργά μέλη και έδρα των συνελεύσεων. Η παρακμή της Ένωσης είχε ως αποτέλεσμα και τη σχετική παρακμή του Λ., που διήρκεσε από τον 16o αι. έως τον 20ό αι. Με την εκβιομηχάνιση του λεκανοπεδίου του Τράβε και την ανάπτυξη του εμπορίου με τις σκανδιναβικές χώρες η πόλη γνώρισε σημαντική εξέλιξη. Η Χόλστεντορ, πύλη του 15ου αι. στο οχυρωματικό τείχος της γερμανικής πόλης Λίμπεκ, που ιδρύθηκε τον 12o αι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Μαν, Τόμας — I (Thomas Mun, Λονδίνο 1571 – 1641). Άγγλος οικονομολόγος. Ήταν έμπορος στην Ιταλία και στην Ανατολή, ανέλαβε κατόπιν διευθυντική θέση στην Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών (1615). Κύριος εκπρόσωπος της τάσης που αργότερα ονομάστηκε μερκαντιλισμός… …   Dictionary of Greek

  • χάνσα — Ήδη από τον 12o αι. η λέξη χρησιμοποιόταν στη Γερμανία, τη βόρεια Γαλλία και την Αγγλία για τις εμπορικές και πολιτικές ενώσεις πόλεων αυτών των χωρών, που δημιουργήθηκαν για την αντιμετώπιση των κινδύνων. Τευτονική X. Ένωση πόλεων της βόρειας… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Έρικ — (Erik). Όνομα βασιλιάδων της Σκανδιναβίας. 1. Έ. οΑιματοβαμμένος πέλεκυς (895 – 954). Βασιλιάς της Νορβηγίας (933 935). Γιος του Αρόλδου, πήρε από αυτόν τον τίτλο του ανώτατου βασιλιά, προκαλώντας έτσι τη ζήλια των αδελφών του. Ο Έ. τους νίκησε… …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

  • σπίτι — Το σπίτι, η αρχαία οικία, δημιουργήθηκε από τη στιγμή που ο άνθρωπος άρχισε να ξεχωρίζει τους διάφορους χώρους σε σχέση με τη χρήση τους εκ μέρους της οικογένειας του και τη μεταξύ τους λειτουργική σχέση· έτσι μπορεί να ονομαστεί σ. και το σύνολο …   Dictionary of Greek

  • Βάλενσταϊν, Άλμπρεχτ Βέντσελ Εουσέμπιους φον- — (Albrecht Wenzel Eusebius von Wallenstein, Χερμάνιτς, Βοημία 1583 – Χεπ 1634). Βοημός στρατηγός. Μεγάλος στρατιωτικός ηγέτης και φιλόδοξος χαρακτήρας, έγινε πάμπλουτος χάρη σε έναν γάμο με μια πλούσια χήρα και σε πολλές κερδοσκοπικές επιχειρήσεις …   Dictionary of Greek

  • Βαλτική θάλασσα — Μεγάλη εσωτερική θάλασσα (περ. 430.000 τ. χλμ.) της βόρειας Ευρώπης, μεταξύ της φινο σκανδιναβικής χερσονήσου και της ηπειρωτικής Ευρώπης. Περιβρέχει τις ακτές διάφορων κρατών: της Σουηδίας στα Β, της Φιλανδίας, της Εσθονίας, της Λετονίας, της… …   Dictionary of Greek

  • Βιέννη — (Wien). Πόλη και κρατίδιο (415 τ. χλμ., 1.562.676 κάτ. το 2001) της βορειοανατολικής Αυστρίας, πρωτεύουσα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Αυστρίας. H Β. βρίσκεται σε υψόμετρο 170 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας και εκτείνεται μεταξύ της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”